χασμούρημα

χασμούρημα
el badall

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χασμούρημα — το, Ν χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ημα (< ρ. σε ώ), πρβλ. σταυροκόπ ημα] …   Dictionary of Greek

  • χασμούρημα — το, ατος βλ. χάσμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάσμημα — χάσμημα, το και χασμούρημα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χασμουριέμαι, βαθιά εισπνοή με το στόμα ανοιχτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”